- Θεσσαλούς
- Θεσσαλόςshoemasc acc plΘεσσαλόςshoemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… … Dictionary of Greek
Αρναία — I Περιοχή της Θεσσαλίας που την κατοικούσαν Βοιωτοί και Αιολείς πριν από το 1100 π.Χ. Οι πρώτοι αυτοί κάτοικοι δέχτηκαν να συνεννοηθούν με τους νικητές Θεσσαλούς και να ζήσουν στον τόπο τους ως πενέσται (καλλιεργητές χωρίς πολιτικά δικαιώματα και … Dictionary of Greek
Верхняя Македония — Македонское царство Верхняя Македония (греч. Άνω Μακεδονία) или Македония верхнего Алиакмона (греч. άνω Αλιάκμων Μακεδονίαν) исторический регион включавший в себя западные области … Википедия
αγχίμολος — (τέλη 6ου αι. π.Χ).Σπαρτιάτης στρατηγός, γιος του Αστέρα. Στάλθηκε από τη Σπάρτη στην Αθήνα με στρατό για να διώξει τους Πεισιστρατίδες. Στη μάχη που επακολούθησε στο Φάληρο, οι Λακεδαιμόνιοι νικήθηκαν από τους συνασπισμένους με χίλιους Θεσσαλούς … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
θεσσαλίζω — και αττ. τ. θετταλίζω (Α) μιμούμαι τους Θεσσαλούς, συμπεριφέρομαι ή μιλώ σαν Θεσσαλός … Dictionary of Greek
λεύκιππος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ήρωας και ιδρυτής της «επί Μαιάνδρω» Μαγνησίας. Ήταν γιος του Ξάνθιου και απόγονος του Βελλεροφόντη. Όπως αναφέρει ο Ερμησιάναξ (4ος 3ος αι. π.Χ.), διακρινόταν για τη μεγάλη σωματική του δύναμη και τις εξαιρετικές … Dictionary of Greek
λυκόφρων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Μήστορος και καταγόταν από τα Κύθηρα. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι έφυγε από την πατρίδα του, επειδή είχε διαπράξει φόνο και πήγε να πολεμήσει στην Τροία υπό την αρχηγία του Αίαντα του Τελαμώνιου, αλλά… … Dictionary of Greek
μαλιείς — Αρχαίος λαός ο οποίος κατοικούσε στην περιοχή που εκτείνεται από την Οίτη έως τον Μαλιακό κόλπο, την ονομαζόμενη Μαλίδα. Η μυθολογία τούς συνδέει είτε με τον Ηρακλή (όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος) είτε με τον Μάλο, γιο του Αμφικτύονα. Από τον 8ο αι.… … Dictionary of Greek
μολοσσός — Σκύλος εξαιρετικά ρωμαλέος και θαρραλέος, από τον οποίο χαρακτηρίστηκε και ο τύπος των μολοσσοειδών. Κατά την αρχαιότητα υπήρχαν μακεδονικοί και ρωμαϊκοί μολοσσοί· ο σημερινός μ. προέρχεται από μια φυλή που ζει από αιώνες στην Καμπανία της… … Dictionary of Greek